Είχες πλέον σκοτεινιάσει και η βροχή έπεφτε ασταμάτητα. Φόρεσε την καπαρντίνα του και βγήκε βιαστικός από το καφέ κρατώντας την εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη του. Αισθανόταν όμορφα καθώς η βροχή μαστίγωνε αλύπητα το πρόσωπο του. Του θύμιζε παλιές εποχές. Παλιές, απλές, ανέμελες...
Μπήκε βρεγμένος στο μικρό δυάρι του και βλαστήμησε αφού γλίστρησε σε ένα σωρό από γράμματα. Τα σήκωσε για να ανακαλύψει ένα πάκο από λογαριασμούς και διαφημιστικά. Κρέμασε την καπαρντίνα στην κρεμάστρα και έβρισε από μέσα του όταν είδε τον λεκέ από μελάνι που είχε αφήσει η βρεγμένη εφημερίδα. Κάθησε στην πολυθρόνα, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να κλαίει σιωπηλά.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε δεν διάβαζε εφημερίδα... Πονούσε το κεφάλι του και το μυαλό του το βασάνιζαν εικόνες. Επέτρεψε στον εαυτό του να ηρεμήσει λίγο και έπειτα άρχισε να τακτοποιεί στο μυαλό του τις εκκρεμότητες του. Αύριο έπρεπε να πάει στο δικηγόρο για να τακτοποιήσει το θέμα του διαζυγίου του, την Παρασκευή έπρεπε να πληρώσει την δόση του αυτοκινήτου ενώ μέχρι το τέλος του μήνα έπρεπε να ξοφλήσει τα νοίκια των δύο τελευταίων μηνών. Και τα τρία απαιτούσαν λεφτά. Λεφτά που δεν είχε. Έμεινα να κοιτάζει μέσα από το παράθυρο την βροχή που έπεφτε στις τέντες της απέναντι πολυκατοικίας.
Ξύπνησε από το φως που έπεφτε στο πρόσωπο του περνώντας μέσα από το παράθυρο. Νευρίασε με τον εαυτό του που αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα και τώρα θα πέρναγε την μέρα του πιασμένος. Κοίταξε το ρολόι του και πετάχτηκε όρθιος συνειδητοποιώντας ότι είχε αργήσει.
Καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του το βράδυ συνειδητοποίησε με ένα χαμόγελο ότι η μέρα του δεν ήταν πολύ χειρότερη από ότι συνήθως. Στην δουλειά το κήρυγμά του αφεντικού δεν κράτησε πολύ -αν και πρόλαβε να του υπενθυμίσει ότι είναι αναλώσιμος- και η συνάντηση του με τον δικηγόρο ήταν απολύτως τυπική και τέλειωσε σύντομα μετά από μερικές υπογραφές. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσει, διάβασε την εφημερίδα του και έπεσε να κοιμηθεί αφήνοντας ανοιχτή την τηλεόραση.
Ο ύπνος του ήταν γαλήνιος. Ονειρεύτηκε το παλιό του σπίτι, την λιμνούλα, τα πουλιά πουλιά που κελαηδούσαν, τα παιδιά που κατασκήνωναν... Ονειρεύτηκε πως θα ήταν η ζωή του χωρίς εκείνο το πρώτο φιλί, χωρίς να γνωρίσει την γυναίκα του, χωρίς να αλλάξει για πάντα...
Ξύπνησε μετά από έναν υπέροχο ύπνο το πρωί αλλά η διάθεση του έπεσε γρήγορα. Ξανά εκείνος ο κόμπος στο στήθος. Ήταν νοσταλγία. Το ήξερε. Ήξερε ότι ήταν δυστυχισμένος. Πολλές νύχτες ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια ρώταγε τον εαυτό του γιατί έκανε κάτι που δεν του άρεσε σε ένα μέρος που δεν άντεχε να ζει. Μια απόφαση που πάρθηκε γρήγορα και τώρα δεν είχε την θέληση να την αλλάξει. Παλιά δεν χρειαζόταν να παίρνει αποφάσεις... Την μοναδική του απόφαση την είχε μετανοιώσει.
Είχε περάσει μια εβδομάδα που πήγαινε στη δουλειά με τα πόδια. Μια εβδομάδα από τότε που του πήραν το αυτοκίνητο... Ο μήνας τελείωνε και ακόμα δεν είχε τα λεφτά για τα νοίκια. "Οι καιροί είναι δύσκολοι. Δεν μου αρέσει, αλλά αν δεν με ξεχρεώσεις θα αναγκαστώ να σου ζητήσω να φύγεις." του είχε πει ο σπιτονοικοκύρης.
Οι μέρες περνούσαν. Πλέον μόνο στη δουλειά ήταν "χαρούμενος". Όσο ήταν απασχολημένος δεν σκεφτόταν και όσο δεν σκεφτόταν ήταν "χαρούμενος". Τις νύχτες δεν κοιμόταν. Σκέψεις τον βασάνιζαν. Ιδέες! Μία ιδέα...
Και τότε πήρε άλλη μια απόφαση.
Καθισμένος στη θέση του στο τρένο, κοίταγε από το παράθυρο τον Κυριακάτικο ήλιο καθώς έλουζε την πεδιάδα. Χαμογέλαγε! Επιτέλους γύρναγε σπίτι. Γιατί δεν το είχε κάνει τόσο καιρό; Γιατί; Κατέβηκε από το τρένο και πήρε ένα ταξί να τον πάει μέχρι την λίμνη. Στάθηκε στην όχθη και κοίταζε. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα του. Δάκρυα χαράς! Γέλαγε δυνατά.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε στο νερό. Το γλυκό νερό ξέπλενε τα δάκρυα του και εκείνος γέλαγε. Τα βρεγμένα ρούχα του τον τράβαγαν στο βυθό και εκείνος γέλαγε. Το νερό γέμισε τους πνεύμονες του και πέθανε γελώντας.
από kapsalis1989
Διαβάστε το υλικό που βρήκαμε ή μας έστειλαν φιλικά blogs.