Δημοσιεύτηκε από Alina Bunnerous
Ένα άρθρο του Ε.Παπάνη, Επίκ. Καθηγητή Κοινωνιολογίας Παν. Αιγαίου.
Σκοπός της προπαγάνδας είναι να αλλάξει
δραστικά τις απόψεις των άλλων αντί απλώς να μεταδώσει γεγονότα. Για
παράδειγμα, η προπαγάνδα μπορεί να επιστρατευτεί προκειμένου να
προϊδεάσει θετικά ή αρνητικά σε σχέση με κάποια ιδεολογική θέση, αντί να
παρουσιάσει την ίδια την θέση. Η προπαγάνδα διαφοροποιείται από την
«κανονική» επικοινωνία, επειδή επιδιώκει να διαμορφώσει απόψεις με
έμμεσες και συχνά δόλιες μεθόδους. Για παράδειγμα, η προπαγάνδα συχνά
μεταδίδεται με τέτοιον τρόπο ώστε να...
προκαλεί ισχυρά συναισθήματα και αυτό το κάνει κυρίως με το να υπονοεί παράλογες (μη ενορατικές) σχέσεις μεταξύ ιδεών.
προκαλεί ισχυρά συναισθήματα και αυτό το κάνει κυρίως με το να υπονοεί παράλογες (μη ενορατικές) σχέσεις μεταξύ ιδεών.
Το παρόν άρθρο έχει δημοσιευτεί στη πολύ καλή ιστοσελίδα webvistas και
το αναδημοσιεύουμε, καθώς τις μέρες που ζούμε, είναι πολύ επίκαιρο και
σημαντικό άρθρο. Στη συνεχεια αναλογιστείτε όλα αυτά που μας σερβίρουν
τα κανάλια και οι εφημερίδες των μεγαλο εργολάβων και προνομιούχων
(μάθετε πόσο και αν φορολογείται πχ το χαρτί στις εφημερίδες η ευνοικές
ρυθμισεις για τα κανάλια). Στο τέλος του άρθρου υπαρχει και βιντεο (στα Ελληνικά) που είναι απόσπασμα από το βιβλίο: Βιομηχανία Υποταγής Συνειδήσεων
-Διαβάστε το άρθρο του κ. Ε.Παπάνη:
Ίσως η μεγαλύτερη ανατροπή στον προπαγανδιστικό ρόλο των ΜΜΕ είναι η
εμφάνιση της διαδικτυακής επικοινωνίας. Είναι αλήθεια ότι στην
προσπάθειά τους να ελέγξουν τη ροή των πληροφοριών οι κρατικοί
σχηματισμοί δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στον Παγκόσμιο Ιστό, παρά μόνο
όταν η απήχησή του άρχισε να πολλαπλασιάζεται με ρυθμούς γεωμετρικής
προόδου και αφού κατανόησαν ότι ήδη έχει αφήσει πίσω του το
διαμεσολαβητικό του ρόλο διαφεύγει τον κίνδυνο της μετεξέλιξης του σε
όργανο χειραγώγησης.
Η δύναμη της διαδικτυακής πληροφορίας έγκειται στο δυναμικό της χαρακτήρα, στην ευκαμψία της να παραπέμπει, να συνδέει, να συγχέεται. Κανείς δε μπορεί να προβλέψει την πορεία της, τη χαοτική αλληλεξάρτησή της με άλλες συναφής ή άσχετες πληροφορίες. Η ανάδυση και η ανασυγκρότηση του νοήματος, η διαμόρφωση των ερμηνειών, η ένταξη στην εμπειρία και κοσμοθεωρία του δέκτη, ο τρόπος επιλογής ή απαξίωσης της επαφίενται, παρά τις επικοινωνιακές και διαφημιστικές παγίδες, στην προσωπικότητα του χρήστη.
Το γεγονός αντίκειται στις βασικές προϋποθέσεις της προπαγάνδας, που σύμφωνα με τον Lippmann (1922) είναι οι ακόλουθες:
Η δύναμη της διαδικτυακής πληροφορίας έγκειται στο δυναμικό της χαρακτήρα, στην ευκαμψία της να παραπέμπει, να συνδέει, να συγχέεται. Κανείς δε μπορεί να προβλέψει την πορεία της, τη χαοτική αλληλεξάρτησή της με άλλες συναφής ή άσχετες πληροφορίες. Η ανάδυση και η ανασυγκρότηση του νοήματος, η διαμόρφωση των ερμηνειών, η ένταξη στην εμπειρία και κοσμοθεωρία του δέκτη, ο τρόπος επιλογής ή απαξίωσης της επαφίενται, παρά τις επικοινωνιακές και διαφημιστικές παγίδες, στην προσωπικότητα του χρήστη.
Το γεγονός αντίκειται στις βασικές προϋποθέσεις της προπαγάνδας, που σύμφωνα με τον Lippmann (1922) είναι οι ακόλουθες:
- Πρόθεση του κράτους να εναρμονίσει τους στόχους των πολιτών με τις δικές του επιδιώξεις
- Ύπαρξη διαχωριστικών ορίων ανάμεσα στο συμβάν και στην κοινή γνώμη
- Επιλεκτική διάχυση πλευρών της πληροφορίας
- Κοινή γνώμη, που έχει συνηθίσει να ερμηνεύει τον κόσμο με στερεότυπα, γενικευμένες κατηγορίες, διαπολικές αναπαραστάσεις. Τα ΜΜΕ εμφανίζονται ως η ενδιάμεση ρυθμιστική αρχή ανάμεσα στις υποκειμενικές αντιλήψεις και την πραγματικότητα.
- Κοινή γνώμη, η οποία αγνοεί πως η συμμετοχή της στις διεργασίες του δημοκρατικού πολιτεύματος υφρίστανται μόνο κατ’ επίφαση, επειδή η κυρίαρχη τάξη ελέγχει τη ροή της πληροφορίας, ανάλογα με τα συμφέροντά της.
- Η προπαγάνδα πρέπει να διαχέεται σε όλες τις εκφάνσεις τη καθημερινότητας, για να είναι αποτελεσματική.
- Το συναίσθημα νοείται ως συμπλήρωμα των ορθολογιστικών αντιλήψεων για την απεικόνιση της πραγματικότητας και μάλιστα αναπληρώνει σε μεγάλο βαθμό την έλλειψη σφαιρικής πληροφόρησης. Τα ΜΜΕ επιχειρούν μέσω μιας επιτυχούς ή ανεπιτυχούς μέιξης συναισθήματος και εκλογίευσης να παρουσιάσουν το γεγονός ή την είδηση υπό το πρίσμα της κυρίαρχης ιδεολογίας.
- Οι πολίτες εσωτερικεύουν ως δικές τους πολιτικές τοποθετήσεις, ιδεολογίες και κουλτούρες , που παρουσιάζονται ως υποδειγματικές από τα ΜΜΕ. Ο άνθρωπός, εξαιτίας της περιορισμένης εμπειρίας, της έλλειψης εναλλακτικών, της ανεπαρκούς καλλιέργειας θεωρείται ως παθητικός δέκτης, ανίκανος να διαχειριστεί το συλλογικό, αλλα παραμένει υπεύθυνος μόνο για τον ατομικό προσδιορισμό του.
- Η προπαγάνδα εμπερικλείει την έννοια του σχεδιασμού, της στρατηγικής και της βαθιάς γνώσης των ψυχολογικών – κοινωνικών δυναμικών της κοινής γνώμης.. Η απλοϊκή άποψη ότι οι ομάδες εξουσίας μπορούν εύκολα να διαχειριστούν τη μάζα, έχει προ πολλού ανασκευαστεί.
- Η προπαγάνδα σήμερα νοείται ως ένα είδος συμβολαίου, οι όροι του οποίου μπορούν ανα πάσα στιγμή να τεθούν σε επαναδιαπραγμάτευση.
- Κατά τον Ellul (1965) η προπαγάνδα αποτελεί ένα άθροισμα τεχνικών από ένα κέντρο εξουσίας προς μια ομογενοποιημένη, μέσω ψυχολογικών χειρισμών, ομάδα με σκοπό τη διασφάλιση της ενεργούς συμμετοχής ή της ανοχής ή της συναίνεσής της.
- Η επικοινωνία είναι ο μηχανισμός προσαρμογής που επέτρεψε στο ανθρώπινο είδος να εξελιχθεί. Η κυριότερη έκφρασή της, η γλώσσα, είναι το διαφοροποιητικό σύστημα συμβόλων, που προήγαγε την αφαιρετική σκέψη, εκτόξευσε τις δυνατότητες της νοημοσύνης και απάλλαξε τη σκέψη από την τυραννία του συγκεκριμένου, του χωροχρονικά προσδιορισμένου και του εφήμερου. Το επίπεδο της επικοινωνίας μπορεί να καθορίσει το ρυθμό γνωστικής ανάπτυξης των παιδιών, ενώ, σύμφωνα με την κοινωνιολογία, είναι το μέτρο που διαμορφώνει την κοινωνική τάξη, χαρακτηρίζει την κουλτούρα και σηματοδοτεί τα πολιτισμικά προϊόντα.
Η επικοινωνία είναι η προβολή του εαυτού
προς τα έξω, ο αρωγός των αισθήσεων για την κατανόηση του κόσμου, αλλά
ταυτόχρονα η αποποίηση των υλικών ερεθισμάτων, ως της μοναδικής οδού
ερμηνείας της πραγματικότητας. Η επικοινωνία οριοθετεί το συλλογικό
ασυνείδητο και αναδεικνύει την ιστορικότητα. Οι περιορισμοί της
αντανακλούν τη βραδύτητα στην ανάπτυξη, ενώ ανατροφοδότησή της
επικυρώνει την ποιότητα της στρατηγικής και του σχεδιασμού. Η ίδια η
κοινωνία δεν είναι παρά μια φαντασιακή θέσπιση επικοινωνιακών σχέσεων
και αλληλεπιδράσεων. Ως τέτοια ήταν αναμενόμενο να χρησιμοποιηθεί ως
εξουσιαστικό εργαλείο και ως αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας. Υπό
το πρίσμα αυτό η προπαγάνδα μπορεί να οριστεί ως διάδοση του αξιακού
συστήματος των κέντρων εξουσίας με τέτοιο πειστικό τρόπο, ώστε οι
αναπαραστάσεις των πολιτών να συγκλίνουν προς τους στόχους της ηγετικής
τάξης. Η αμφισημία των νοημάτων και οι πολλαπλές πιθανότητες ερμηνείας
της αντικειμενικότητας μειώνονται, εξαιτίας της συστηματικής προσπάθειας
της εξουσίας να αποκρύψει εναλλακτικές νοηματοδοτήσει και να
υπερτονίσει όσες μπορούν ευχερέστερα να περιγράψουν τις αντιλήψεις της.
Οι αναλύσεις για την πραγματικότητα, που επιχειρούνται, δεν είναι
αναγκαστικά λανθασμένες, αλλά πάντοτε φέρουν το στοιχείο του εμπρόθετου
και της σταδιακής κορύφωσης. Η πειθώ εξαρτάται από το κύρος του πομπού,
από το μέσο διάσωσης των νοημάτων, από το περιεχόμενο του μηνύματος, από
την κριτική ικανότητα της κοινωνίας (ή από τη διάθεσή της να
συνηγορήσει σε μια έκπτωση της ικανότητας αυτής), από τη συγκυρία και
τις ιστορικές συνθήκες. Η προπαγάνδα προϋποθέτει κουλτούρα χαμηλής
ανοχής ή ανικανότητας για διάλογο, συλλογική αποποίηση κοινωνικών
ευθυνών, πόλωση ή απογοήτευση από αποτυχημένες απόπειρες εγκαθίδρυσης
διαλεκτικών και δημοκρατικών κανονιστικών ορίων. Ως επικοινωνιακό σχήμα η
προπαγάνδα μειώνει την απροσδιοριστία, προτείνει καταληπτά και ιδανικά
για αναπαραγωγή μηνύματα, εξουδετερώνει το μειοψηφικό λόγο, ενώ η
αποδοχή της εκδηλώνεται ως επιθυμία του λαού για αποσόβηση κινδύνου, για
αύξηση του βιοτικού επιπέδου ή για άρση της ανασφάλειας, που
συνεπάγεται η μια κατ’ επίφαση πολυφωνία, που δεν στηρίζεται στον
κριτικό λόγο. Η προπαγάνδα είναι μέσο πειθάρχησης και εξουσίας, (εφόσον
αυτή νοηθεί ως συστηματική επιρροή) και διεκπεραιώνεται δια των ΜΜΕ, που
διαθέτουν πολλαπλασιαστική αξιακή ισχύ και δρουν ως υποδείγματα, ακόμα
και μέσα από την παρακμιακή επιδείνωση των ερμηνειών τους.
Η προπαγάνδα εκδηλώνεται απροκάλυπτα ή με πλάγιους τρόπους. Κατά την ενορχήστρωσή τους αξιοποιούνται όλα τα πορίσματα των ερευνών για αλλαγή στάσεων και πεποιθήσεων. Συνήθως γίνεται φανερή μετά το πέρας των συνεπειών τους, ενώ ενίοτε η σημασία της έχει υπερεκτιμηθεί ή τεχνηέντως υποτιμηθεί. Οι πολίτες ενδίδουν σε αυτή, συνειδητά ή ασυνείδητα ως αντίδραση σε μαζικά συναισθηματικά βιώματα και συλλογικές απειλητικές εμπειρίες. Το σίγουρο είναι πως η προπαγάνδα είτε ως αποσιώπηση είτε ως ψέμα είτε ως τεχνική υποθάλπει την κατάλυση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διακυβεύει τα ιδεώδη και λεηλατεί την ελεύθερη βούληση. Σύμμαχοί της το πλημμελές εκπαιδευτικό σύστημα, η αποπροσωποποίηση, ο ατομισμός και η διαλεκτική ένδεια. Προαγωγός της και αργυραμοιβός των ανθρωπιστικών ιδανικών ο πόθος για την εξουσία, το κέρδος και η ψευδαίσθηση πως η κραταιότης μπορεί να διαρκέσει ες αεί. Δυστυχώς η επιστήμη της ψυχολογίας και επικοινωνίας έχει περιγράψει αναλυτικά τις αχιλλείους πτέρνας της κοινής γνώμης και τα ευρήματα αυτά χρησιμοποιούνται κατά κόρον εις βάρος των αδαών.
Η προπαγάνδα εκδηλώνεται απροκάλυπτα ή με πλάγιους τρόπους. Κατά την ενορχήστρωσή τους αξιοποιούνται όλα τα πορίσματα των ερευνών για αλλαγή στάσεων και πεποιθήσεων. Συνήθως γίνεται φανερή μετά το πέρας των συνεπειών τους, ενώ ενίοτε η σημασία της έχει υπερεκτιμηθεί ή τεχνηέντως υποτιμηθεί. Οι πολίτες ενδίδουν σε αυτή, συνειδητά ή ασυνείδητα ως αντίδραση σε μαζικά συναισθηματικά βιώματα και συλλογικές απειλητικές εμπειρίες. Το σίγουρο είναι πως η προπαγάνδα είτε ως αποσιώπηση είτε ως ψέμα είτε ως τεχνική υποθάλπει την κατάλυση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, διακυβεύει τα ιδεώδη και λεηλατεί την ελεύθερη βούληση. Σύμμαχοί της το πλημμελές εκπαιδευτικό σύστημα, η αποπροσωποποίηση, ο ατομισμός και η διαλεκτική ένδεια. Προαγωγός της και αργυραμοιβός των ανθρωπιστικών ιδανικών ο πόθος για την εξουσία, το κέρδος και η ψευδαίσθηση πως η κραταιότης μπορεί να διαρκέσει ες αεί. Δυστυχώς η επιστήμη της ψυχολογίας και επικοινωνίας έχει περιγράψει αναλυτικά τις αχιλλείους πτέρνας της κοινής γνώμης και τα ευρήματα αυτά χρησιμοποιούνται κατά κόρον εις βάρος των αδαών.
- Η προπαγάνδα δημιουργεί ανάγκες ή επιτείνει τις υπάρχουσες
- Δραματοποιεί λανθάνοντα ή υπαρκτά συναισθήματα
- Αναζωογονείται με την επανάληψη
- Γίνεται πιστευτή, όταν εκπέμπεται από πολλές πηγές, που αλληλοσυμπληρώνονται
- Είναι αποτελεσματικότερη όταν προβάλλει τα μηνύματά της σε φαινομενικά ουδέτερο πλαίσιο.
- Γίνεται περισσότερο πετυχημένη όταν τα νοήματά της δεν είναι διεκδικητικά ή απαιτητικά, αλλά φαντάζουν ως λογικά αποκυήματα της σκέψης των πολιτών.
- Δηλητηριάζει τον κριτικό λόγο, όταν ενσωματώνει τα αντίθετα επιχειρήματα με τέτοιο τρόπο, ώστε να τα γελοιοποιήσει, κάνοντας την κοινή γνώμη να υποθέσει πως μετέχει μιας δημοκρατικής αντιπαράθεσης.
- Εκτροχιάζουν την ορθή σκέψη παρουσιάζοντας ψευδή δεδομένα ή αποσιωπώντας άλλα. Για παράδειγμα εμφανίζουν μια ιδέα, ως πολύ πιο διαδεδομένη απ’ ό,τι πραγματικά είναι, έναν υποθετικό κίνδυνο ως απειλή, οδηγούν την κοινή γνώμη σε εκβιαστικά διλήμματα του τύπου «πτώχευση ή ξεπούλημα των βασικών δικαιωμάτων», «ανοχή στους μετανάστες ή διασάλευση της δημόσιας ασφάλειας», χωρίς να την εκθέτουν σε ενδιάμεσες πιο μετριοπαθείς λύσεις.
Σε κάθε περίπτωση η προπαγάνδα
εκμεταλλεύεται το φόβο για τη διαφορετικότητα και την ανάγκη του ατόμου
να μοιράζεται κοινές αξίες με τις ομάδες, στις οποίες ανήκει. Οι
επαγγελματίες που τη σχεδιάζουν, αρχίζουν να παρουσιάζουν τις βασικές
της θέσεις σε ανύποπτο χρόνο, εγείρουν ζητήματα εκ του μη όντος, μόνο
και μόνο για να τεθούν έστω προς συζήτηση, επανέρχονται ξανά και ξανά,
γνωρίζοντας ότι η αλλαγή, αν δεν είναι επαναστατική, είναι δύσκολη στην
επίτευξή της. Η προσπάθειά τους εντείνεται, για να πείσουν τα μέλη της
ομάδας –στόχου πως το περιεχόμενο της προπαγάνδας έχει ενσωματωθεί στις
αξίες, τις συνήθειες και τους στόχους της ομάδας. Τέλος αφήνουν τους
ψυχολογικούς μηχανισμούς της συμμόρφωσης και της υποταγής να συνεχίζουν
το έργο της. Οποιοδήποτε μήνυμα – ακόμα κι εκείνα, που δεν ευσταθούν
λογικά- μπορούν να αποτελέσουν επιδιώξεις της στρατηγικά σχεδιασμένης
προπαγάνδας. Ας υποθέσουμε ότι υπάρχει συμφέρον στη βιομηχανία των
κινητών τηλεφώνων να αποκρύψει την επικινδυνότητα της ακτινοβολίας για
τη δημόσια ασφάλεια. Στο προπαρασκευαστικό στάδιο θα αξιοποιηθούν
δηλώσεις επιστημόνων, που αμφισβητούν την αξιοπιστία, εγκυρότητα και
δεοντολογία των μελετών, που υποστηρίζουν το αντίθετο. Θ α εγερθούν
επιχειρήματα ακόμα και για το προσωπικό κύρος των επιστημόνων που
εναντιώνονται στους στόχους της βιομηχανίας, σκάνδαλα γι’ αυτούς θα
αποκαλυφθούν ή θα κατασκευαστούν, θα προβληθούν από τα ΜΜΕ ισχυρισμοί
πως ο πολλαπλασιασμός των κεραιών κινητής τηλεφωνίας ελαχιστοποιεί την
έκθεση στην ακτινοβολία, το κοινό θα βομβαρδιστεί με ακατάληπτες
έννοιες, όπως το SAR σώματος – κεφαλής, θα αλλοιωθούν στατιστικά
δεδομένα ή θα αποσιωπηθούν άλλα, διάσημοι αστέρες θα εμφανιστούν στην
τηλεόραση μιλώντας με δημοφιλείς ατάκες στα κινητά και γενικά όλα θα
καλυφθούν στην απροσδιοριστία της μη απόδειξης. Έτσι ακριβώς εξελίχθηκε η
προπαγάνδα εναντίον της αφύπνισης για την υπερθέρμανση του πλανήτη ή η
ανάλογη εκστρατεία υπέρ του καπνίσματος: Έχει μείνει ιστορικό το σύνθημα
– «Οι γιατροί καπνίζουν CAMEL».
Η προπαγάνδα πετυχαίνει, όταν εξαπλώνεται σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Στο παραπάνω παράδειγμα για την κινητή τηλεφωνία είναι σκόπιμο να θεσμοθετηθούν βραβεία για τους επιστήμονες ή φοιτητές, που θα αποδείξουν ότι η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία είναι ακίνδυνη, εάν χρησιμοποιηθεί λογικά, που θα ανακαλύψουν οικιακές συσκευές με μεγαλύτερα όρια εκπομπής ή που θα εμφανίσουν εξαρτήματα, τα οποία απορροφούν τη βλαβερή ακτινοβολία.
Η προπαγάνδα διασπείρεται ταχύτατα, όταν την ενστερνίζονται άτομα, που αποτελούν αυθεντίες για τον περίγυρό τους, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπονται σε πολλαπλασιαστικούς φορείς της. Είναι γνωστό ότι δεν επηρεάζει και δεν αφορά άμεσα όλα τα μέλη μιας ομάδας. Και αυτά όμως θα αποδεχτούν τα νοήματά της, εάν ένα σημαντικό πρόσωπο του περιβάλλοντος τους αλλάξει απόψεις εξαιτίας της. Η προπαγάνδα αυτοτροφοδοτείται, επειδή τα άτομα που τροποποιούν τις πεποιθήσεις τους – σύμφωνα με τις θεωρίες της γνωστικής ασυμφωνίας, πρέπει να βρουν, να αποδεχτούν και να διασπείρουν ακλόνητα επιχειρήματα, τα οποία θα δικαιολογήσουν την αλλαγή από τις παλιές εκπεφρασμένες απόψεις τους. Η προπαγάνδα για να πετύχει χρειάζεται συνειδητοποιημένους ή μη συνεργάτες. Οφείλει να ανακαλύπτει τις αδυναμίες του συστήματος, τις προδιαθέσεις και τις τάσεις του, την αντίστασή του στην αλλαγή. Η προπαγάνδα δεν είναι αναγκαστικά αρνητική, ειδικά εάν οι στόχοι της ταυτίζονται με το γενικό καλό – π.χ. μια εκστρατεία για την πρόληψη των διάφορων μορφών καρκίνου, υπέρ της πρόληψης, για τη γνωριμία με μειονοτικές ομάδες κ.λπ. Πάντα, όμως η ύπαρξή της βασίζεται στην αρχή ότι ο λαός είναι αρκετά ανώριμος, ώστε να διαμορφώσει τις δικές του απόψεις, ελλιπώς πληροφορημένος για την ποικιλία των θεμάτων της κοινωνικής ζωής και εγκλωβισμένος σε αυθαίρετες, στερεοτυπικές ερμηνείες, οι οποίες πρέπει να αλλάξουν.
Το μήνυμα, που εκπέμπεται από την προπαγάνδα πρέπει να είναι έτσι διαμορφωμένο, που να προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών κοινωνικών ομάδων, να αποτελεί συμπύκνωση και συνισταμένη ετεροκλήτων απόψεων, πάνω στις οποίες θα επιδράσει διαμεσολαβητικά και συναινετικά, προσανατολίζοντας τις προς τη δική της νοηματοδότηση. Υπό το πρίσμα αυτό η προπαγάνδα επαναπροσδιορίζει τη στοχοθεσία των κοινωνικών ομάδων, προτείνει εναλλακτικές προσεγγίσεις και συμβάλλει στη συνοχή. Μειώνει την αμφιβολία και διασφαλίζει το πολυπόθητο αίσθημα ασφάλειας και προβλεψιμότητας, σε όσους την ασπαστούν. Είναι γεγονός ότι η προπαγάνδα μπορεί να ξεκινήσει ως μειονοτική επιρροή, η οποία σταδιακά θα καταστεί πλειοψηφική, εφόσον διατηρήσει τη σταθερότητα στα μηνύματά της και εάν γίνει ικανή είτε να αξιοποιήσει διαστάσεις και προδιαθέσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας είτε να εκμεταλλευτεί αδυναμίες και στοιχεία της, που συν τω χρόνω καθίστανται μη λειτουργικά και αμφισβητήσιμα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το φαινόμενο της ανεργίας, μια νοσηρή και ενοχική κατάσταση, που πλήττει τη νέο-φιλελεύθερη κοσμοθεωρία, προεκτείνεται στην κοινωνική, οικονομική και προσωπική ζωή των πολιτών, ενώ προκαλεί αισθήματα οργής, απαξίωσης και αυτό- κύρωσης των δημοκρατικών ιδεωδών. Ταυτόχρονα επιτείνει την ανομία, την αμφισβήτηση των θεσμών και δοκιμάζει τις αντοχές και ανοχές του λαού. Η προπαγάνδα που θα θελήσει να επικεντρώσει την προβληματική στους μετανάστες ή στο σπάταλο κράτος πρόνοιας, θα κατευθύνει τ α ΜΜΕ στην ανάδειξη θεμάτων εγκληματικότητας, σπατάλης στο δημόσιο τομέα, στη σκανδαλολογία, θα προβάλλει έρευνες ειδικών, οι οποίοι θα υπερτονίσουν τις ποινικές πράξεις των αλλοδαπών (αγνοώντας τις αντίστοιχες των Ελλήνων), θα παρουσιάσει μαρτυρίες Ελλήνων μεταναστών σε Αμερική και Ευρώπη, υπαινισσόμενη τον υποδειγματικό τρόπο συμπεριφοράς τους στα ξένα κράτη, θα πείσει τους πολίτες ότι οι Δημόσιοι υπάλληλοι παρασιτούν σε βάρος του ελληνικού λαού, θα εξάρει στατιστικά για το χρόνο των διακοπών σε προηγμένες βιομηχανικά χώρες, θα ενισχύσει το πατριωτικό πνεύμα των εντοπίων και θα υιοθετήσει επιχειρηματολογία της λαϊκής θυμοσοφίας. Η πόλωση, που θα επέλθει, θα προωθήσει τα αξιώματα της προπαγάνδας, τα οποία εάν προβληθούν προσεκτικά, θα αξιοποιήσουν το momentum της κοινής γνώμης, η οποία θα αποδεχθεί ριζοσπαστικότερες λύσεις. Οι εφημερίδες και η τηλεόραση (και σε μικρότερο βαθμό το ραδιόφωνο) αντικατέστησαν προοδευτικά τους συνειδητοποιημένους και καταρτισμένους δημοσιογράφους με φερέφωνα της αρχισυνταξίας, η οποία, υπό την απειλή των μετρήσεων τηλεθέασης, ακροαματικότητας και αναγνωσιμότητας, τους παρασύρει σε έναν αέναο αγώνα αυτοπροβολής, μέσω της εστίασης σε ανάλαφρα θέματα, επιφανειακής προσπέλασης της είδησης, δια της επικέντρωσης στις μη σημαντικές πτυχές της και σε έναν αδυσώπητο αγώνα επικράτησης. Ένα συμβάν, όσο αδιάφορο κι αν είναι αναγάγετε σε είδηση, επειδή ακριβώς προβάλλεται από τα άλλα ΜΜΕ. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια επιδεικνύεται μία μη δεοντολογική ανοχή σε αδιασταύρωτες πληροφορίες, ακόμα και σε κατασκευή της είδησης. Οι σχέσεις εργασίας των δημοσιογράφων μεταλλάχτηκαν σε ελαστικές, οι αμοιβές πήραν την κατιούσα και ολοένα και περισσότεροι «free-lancers», επιχειρούν να «πουλήσουν» το θέμα τους. Μέσα στον ορυμαγδό της μετριότητας ανέτειλαν και οι αστέρες των media οι οποίοι υποτίθεται ότι φέρουν ένα περισσότερο κριτικό λόγο, συνομιλούν απευθείας με την εξουσία και θεμελιώνουν τη αμφίδρομη σχέση του λαού με αυτήν. Η παραπάνω κατάσταση επιτείνει τις δυνατότητες της προπαγάνδας, η οποία πλέον μπορεί να εκπορεύεται από κέντρα συμφερόντων μέσα από τα ΜΜΕ ή διευκολύνει τη διαπραγμάτευση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τα πολλαπλά κέντρα εξουσίας (πολιτικής ή οικονομικής): Ενώ συνηθίζουν το λαό σε καθημερινή μαζική παρακολούθηση εύπεπτων θεμάτων, η προπαγανδιστική προσπάθεια διαχέεται μέσω του λόγου των “ποιοτικών” πολιτικών αναλυτών, που σαν τηλε-αστέρες έχουν κατακτήσει βαρύνουσα θέση ως πηγές μηνυμάτων. Ο λόγος τους από δημόσιο γραφικός γίνεται εξουσιαστικός, κατευθυντικός και εμπρόθετα στοχοποιημένος, ενώ οι τηλεθεατές υποβιβάζονται σε παθητικούς αποδέκτες συγκρουσιακών πάνελ, που αντί να εδραιώνουν τις δημοκρατικές αξίες, εκμεταλλεύονται την ανομοιογένεια και την ετερότητα της σύνθεσης τους, για να πείσουν ως προς την πολυφωνία τους. Αντίθετες απόψεις ποδοπατούνται, γελοιοποιούνται, ελαχιστοποιούνται και το τελικό συμπέρασμα παραμένει αναφαίρετο δικαίωμα του δημοσιογράφου. Οι τακτικές αυτές έχουν επιβάλλει στο λαϊκό αισθητήριο το θεσμό των αυτό-κλητωνν θεματοφυλάκων της δημοκρατίας, των αυτό-αναγορςυθέντων διαμεσολαβητών και επιλογέων της είδησης, των άνωθεν επιβεβλημένων διαιτητών μεταξύ λαού και εξουσίας, που υποκαθιστούν τα συλλογικά και τα βαρέως τρωθέντα συνδικαλιστικά κινήματα. Οι δημοσιογράφοι αυτοί είναι φορείς προπαγάνδας, μεταφέρονται στις αρχές κάθε τηλεοπτικής σεζόν από κανάλι σε κανάλι, έχουν αυξημένη πρόσβαση σε έντυπα, ραδιοφωνικούς σταθμούς και διαδίκτυο, ενώ οι απόψεις τους χαρακτηρίζονται από αστάθεια, αιφνίδια μεταβολή, ακραίο λόγο, επιφανειακή πολιτική ανάλυση, αλλά παρόλα αυτά βαρύνουσα σημασία στο σχηματισμό εντυπώσεων και στην χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Η προπαγάνδα στηρίζεται στους ψυχολογικούς μηχανισμούς της αλλαγής των στάσεων, καθώς και στη θεωρία των σχημάτων του Piaget: Οι πληροφορίες, που διαχέει, γίνονται εύκολα αποδεκτές, όταν δεν συγκρούονται με αυτές, που είναι ήδη οργανωμένες σε σχήματα και επομένως είναι ευχερέστερο να αφομοιωθούν. Τελικός στόχος η αναπροσαρμογή των σχημάτων και η αναδιάταξη των πληροφοριών, που περιέχουν, δεδομένου ότι αποτελούν δυναμικές οργανωσιακές δομές. Το περιεχόμενό τους είναι λογικό αλλά και συναισθηματικό και η επεξεργασία γίνεται και στα δύο επίπεδα, αν και οι περισσότερες έρευνες καταλήγουν ότι τελικά επικρατεί η θυμική διάσταση. Οι πληροφορίες μιας προπαγανδιστικής απόπειρας μπορεί να απευθυνθούν με άμεσο τρόπο στο συναίσθημα ή στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης: π.χ. ένα εκατομμύριο άνεργοι στη Ελλάδα και ενάμιση εκατομμύριο ο αριθμός των μεταναστών, χωρίς να υπαινίσσονται καμιά λογική συνάφεια μεταξύ των εννοιών, που προβάλλονται. Άλλοτε ενδύονται το μανδύα της κοινής λογικής και με ψευδοεπιστημονικό τρόπο επιχειρούν να τεκμηριώσουν τη θέση τους: Η μείωση του εξωτερικού χρέους και ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών μακροπρόθεσμα θα επιφέρουν ανάπτυξη (άσχετα αν η οικονομική θεωρία αδυνατεί να αποδείξει κάτι τέτοιο). Στην ελληνική πραγματικότητα ισχυρά προπαγανδιστικά μηνύματα αποτελούν τα κομματικά συνθήματα, προτάσεις συμπυκνωμένου συναισθήματος και ισχυρού συγκινησιακού φορτίου, που αποτελούν την επιτομή της πολιτικής ιδεολογίας και ουσιαστικά δε λένε τίποτα: «Αλλαγή» το 1981, «Απαλλαγή» το ’89, «Υπάρχει καλύτερη Ελλάδα», αργότερα – επιφωνηματική λογική κενή περιεχομένου. Οι στάσεις θεωρητικά προηγούνται της συμπεριφοράς, αλλά κατά πάσα πιθανότητα εδραιώνονται μετά την πράξη, η οποία ανακυκλώνει και επιβεβαιώνει το προπαγανδιστικό περιεχόμενο, αναγάγοντάς το σε προσωπική πεποίθηση και φιλοσοφία. Η μαζική αλλαγή των στάσεων μπορεί να οδηγήσει τη δυναμική των ομάδων σε σύγκρουση, εάν οι ηγέτες διεκδικήσουν το ρόλο τους, σε συμφιλίωση, εφόσον επικρατήσει ο ένας από τους δυο ή σε πόλωση, εάν οι ιδεολογικώς αντιπαρατιθέμενοι είναι ισοβαρείς. Φυσικά, η πρώτη και η τρίτη περίπτωση απαιτούν τη σπατάλη κοινωνικών και οικονομικών πόρων, ενώ οι στόχοι της προπαγάνδας είναι η αναίμακτη επικράτηση. Στον αγώνα της μεγάλη σημασία έχουν τα σύμβολα, τα υποδείγματα και τα στερεότυπα. Αν επιδιώξει να εισαγάγει το καινοτόμο, το καινοφανές και το διαφορετικό, θα καταστεί αποτελεσματικότερη, επειδή η κοινωνική αδράνεια σταδιακά και νομοτελειακά υποχωρεί, για να γίνει η μετάβαση στην εποχή, που το νέο συνυπάρχει με το παλιό, ενώ στο τέλος το πρωτοποριακό μετατρέπεται σε status quo.
Η προπαγάνδα μπορεί να αναφέρεται σε ενδο-συστημικές αναμετρήσεις ή σε δι-ομαδικές σχέσεις. Ενδεχομένως να είναι βραχείες ή μακροπρόθεσμες, να έχουν συγκεκριμένους προσδιορισμούς ή να ευαγγελίζονται καθολικές κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές, να επιτυγχάνουν μέσω της ευρείας διάδοσής τους, αλλά και διά του μυστηριώδους και λανθάνοντος. Ενίοτε ξεκινούν ως γραφικές, αλλά ενδιαφέρουσες για το κοινό απόψεις και καταλήγουν σε παγκόσμια κινήματα. Εδώ φαίνεται να ισχύουν όλες οι θεωρίες της μειονοτικής επιρροής. Τέλος, πολλές αντι-προπαγανδιστικές ενέργειες λαμβάνουν οι ίδιες το χαρακτήρα της προπαγάνδας.
Μέλημα της προπαγάνδας ο προσηλυτισμός, η εισαγωγή των ιδεών, μέσων, προσδοκιών της σε ένα υπάρχον πολιτιστικό σύστημα με αρχικό στόχο την οργάνωση κάποιων επιρρεπών στην αλλαγή (ή ψυχολογικώς ματαιωθέντων ή απογοητευμένων) μελών γύρω από τις θεωρίες της. Ο αρχικός αυτός πυρήνας επιδιώκει την προσέλκυση άλλων θιασωτών, την αποδυνάμωση ή γελοιοποίηση των αντίθετων φωνών και τη διασφάλιση της ουδετερότητας των αδιάφορων. Η αρχική της εμφάνιση στο προσκήνιο πρέπει να είναι επιμελώς σχεδιασμένη και να βασίζεται στη χρήση διακριτών και εύκολων στην κατανόηση συμβόλων. Οι κατηγορίες δέον να αφομοιώνονται με άνεση: Εχθροί και φίλοι αναδεικνύονται, οι τακτικές αντιγράφονται άκοπα, οι προθέσεις είναι ευκρινείς και φαινομενικά δεν προσβάλλουν την κυρίαρχη ιδεολογία, ενώ στηρίζουν τα αξιακά δεδομένα. Τα κίνητρα είναι πάντοτε αλτρουιστικά, πατριωτικά, φιλάνθρωπα ή εξυπηρετούν – τουλάχιστον στην περίπτωση της διαφήμισης – έναν αποδεκτό στόχο – το κέρδος. Τα μέλη της κοινότητας μπορούν να ταυτιστούν με τα σύμβολα, να αναγνωρίσουν τμήματα του πραγματικού ή ιδεατού εαυτού τους.
-Η (2η) εικόνα του άρθρου είναι από το enomenoiblogers.blogspot.comΗ προπαγάνδα πετυχαίνει, όταν εξαπλώνεται σε κάθε πτυχή της κοινωνικής ζωής. Στο παραπάνω παράδειγμα για την κινητή τηλεφωνία είναι σκόπιμο να θεσμοθετηθούν βραβεία για τους επιστήμονες ή φοιτητές, που θα αποδείξουν ότι η ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία είναι ακίνδυνη, εάν χρησιμοποιηθεί λογικά, που θα ανακαλύψουν οικιακές συσκευές με μεγαλύτερα όρια εκπομπής ή που θα εμφανίσουν εξαρτήματα, τα οποία απορροφούν τη βλαβερή ακτινοβολία.
Η προπαγάνδα διασπείρεται ταχύτατα, όταν την ενστερνίζονται άτομα, που αποτελούν αυθεντίες για τον περίγυρό τους, τα οποία στη συνέχεια μετατρέπονται σε πολλαπλασιαστικούς φορείς της. Είναι γνωστό ότι δεν επηρεάζει και δεν αφορά άμεσα όλα τα μέλη μιας ομάδας. Και αυτά όμως θα αποδεχτούν τα νοήματά της, εάν ένα σημαντικό πρόσωπο του περιβάλλοντος τους αλλάξει απόψεις εξαιτίας της. Η προπαγάνδα αυτοτροφοδοτείται, επειδή τα άτομα που τροποποιούν τις πεποιθήσεις τους – σύμφωνα με τις θεωρίες της γνωστικής ασυμφωνίας, πρέπει να βρουν, να αποδεχτούν και να διασπείρουν ακλόνητα επιχειρήματα, τα οποία θα δικαιολογήσουν την αλλαγή από τις παλιές εκπεφρασμένες απόψεις τους. Η προπαγάνδα για να πετύχει χρειάζεται συνειδητοποιημένους ή μη συνεργάτες. Οφείλει να ανακαλύπτει τις αδυναμίες του συστήματος, τις προδιαθέσεις και τις τάσεις του, την αντίστασή του στην αλλαγή. Η προπαγάνδα δεν είναι αναγκαστικά αρνητική, ειδικά εάν οι στόχοι της ταυτίζονται με το γενικό καλό – π.χ. μια εκστρατεία για την πρόληψη των διάφορων μορφών καρκίνου, υπέρ της πρόληψης, για τη γνωριμία με μειονοτικές ομάδες κ.λπ. Πάντα, όμως η ύπαρξή της βασίζεται στην αρχή ότι ο λαός είναι αρκετά ανώριμος, ώστε να διαμορφώσει τις δικές του απόψεις, ελλιπώς πληροφορημένος για την ποικιλία των θεμάτων της κοινωνικής ζωής και εγκλωβισμένος σε αυθαίρετες, στερεοτυπικές ερμηνείες, οι οποίες πρέπει να αλλάξουν.
Το μήνυμα, που εκπέμπεται από την προπαγάνδα πρέπει να είναι έτσι διαμορφωμένο, που να προσελκύει το ενδιαφέρον πολλών κοινωνικών ομάδων, να αποτελεί συμπύκνωση και συνισταμένη ετεροκλήτων απόψεων, πάνω στις οποίες θα επιδράσει διαμεσολαβητικά και συναινετικά, προσανατολίζοντας τις προς τη δική της νοηματοδότηση. Υπό το πρίσμα αυτό η προπαγάνδα επαναπροσδιορίζει τη στοχοθεσία των κοινωνικών ομάδων, προτείνει εναλλακτικές προσεγγίσεις και συμβάλλει στη συνοχή. Μειώνει την αμφιβολία και διασφαλίζει το πολυπόθητο αίσθημα ασφάλειας και προβλεψιμότητας, σε όσους την ασπαστούν. Είναι γεγονός ότι η προπαγάνδα μπορεί να ξεκινήσει ως μειονοτική επιρροή, η οποία σταδιακά θα καταστεί πλειοψηφική, εφόσον διατηρήσει τη σταθερότητα στα μηνύματά της και εάν γίνει ικανή είτε να αξιοποιήσει διαστάσεις και προδιαθέσεις της κυρίαρχης ιδεολογίας είτε να εκμεταλλευτεί αδυναμίες και στοιχεία της, που συν τω χρόνω καθίστανται μη λειτουργικά και αμφισβητήσιμα.
Ας πάρουμε για παράδειγμα το φαινόμενο της ανεργίας, μια νοσηρή και ενοχική κατάσταση, που πλήττει τη νέο-φιλελεύθερη κοσμοθεωρία, προεκτείνεται στην κοινωνική, οικονομική και προσωπική ζωή των πολιτών, ενώ προκαλεί αισθήματα οργής, απαξίωσης και αυτό- κύρωσης των δημοκρατικών ιδεωδών. Ταυτόχρονα επιτείνει την ανομία, την αμφισβήτηση των θεσμών και δοκιμάζει τις αντοχές και ανοχές του λαού. Η προπαγάνδα που θα θελήσει να επικεντρώσει την προβληματική στους μετανάστες ή στο σπάταλο κράτος πρόνοιας, θα κατευθύνει τ α ΜΜΕ στην ανάδειξη θεμάτων εγκληματικότητας, σπατάλης στο δημόσιο τομέα, στη σκανδαλολογία, θα προβάλλει έρευνες ειδικών, οι οποίοι θα υπερτονίσουν τις ποινικές πράξεις των αλλοδαπών (αγνοώντας τις αντίστοιχες των Ελλήνων), θα παρουσιάσει μαρτυρίες Ελλήνων μεταναστών σε Αμερική και Ευρώπη, υπαινισσόμενη τον υποδειγματικό τρόπο συμπεριφοράς τους στα ξένα κράτη, θα πείσει τους πολίτες ότι οι Δημόσιοι υπάλληλοι παρασιτούν σε βάρος του ελληνικού λαού, θα εξάρει στατιστικά για το χρόνο των διακοπών σε προηγμένες βιομηχανικά χώρες, θα ενισχύσει το πατριωτικό πνεύμα των εντοπίων και θα υιοθετήσει επιχειρηματολογία της λαϊκής θυμοσοφίας. Η πόλωση, που θα επέλθει, θα προωθήσει τα αξιώματα της προπαγάνδας, τα οποία εάν προβληθούν προσεκτικά, θα αξιοποιήσουν το momentum της κοινής γνώμης, η οποία θα αποδεχθεί ριζοσπαστικότερες λύσεις. Οι εφημερίδες και η τηλεόραση (και σε μικρότερο βαθμό το ραδιόφωνο) αντικατέστησαν προοδευτικά τους συνειδητοποιημένους και καταρτισμένους δημοσιογράφους με φερέφωνα της αρχισυνταξίας, η οποία, υπό την απειλή των μετρήσεων τηλεθέασης, ακροαματικότητας και αναγνωσιμότητας, τους παρασύρει σε έναν αέναο αγώνα αυτοπροβολής, μέσω της εστίασης σε ανάλαφρα θέματα, επιφανειακής προσπέλασης της είδησης, δια της επικέντρωσης στις μη σημαντικές πτυχές της και σε έναν αδυσώπητο αγώνα επικράτησης. Ένα συμβάν, όσο αδιάφορο κι αν είναι αναγάγετε σε είδηση, επειδή ακριβώς προβάλλεται από τα άλλα ΜΜΕ. Παράλληλα τα τελευταία χρόνια επιδεικνύεται μία μη δεοντολογική ανοχή σε αδιασταύρωτες πληροφορίες, ακόμα και σε κατασκευή της είδησης. Οι σχέσεις εργασίας των δημοσιογράφων μεταλλάχτηκαν σε ελαστικές, οι αμοιβές πήραν την κατιούσα και ολοένα και περισσότεροι «free-lancers», επιχειρούν να «πουλήσουν» το θέμα τους. Μέσα στον ορυμαγδό της μετριότητας ανέτειλαν και οι αστέρες των media οι οποίοι υποτίθεται ότι φέρουν ένα περισσότερο κριτικό λόγο, συνομιλούν απευθείας με την εξουσία και θεμελιώνουν τη αμφίδρομη σχέση του λαού με αυτήν. Η παραπάνω κατάσταση επιτείνει τις δυνατότητες της προπαγάνδας, η οποία πλέον μπορεί να εκπορεύεται από κέντρα συμφερόντων μέσα από τα ΜΜΕ ή διευκολύνει τη διαπραγμάτευση των μέσων μαζικής ενημέρωσης με τα πολλαπλά κέντρα εξουσίας (πολιτικής ή οικονομικής): Ενώ συνηθίζουν το λαό σε καθημερινή μαζική παρακολούθηση εύπεπτων θεμάτων, η προπαγανδιστική προσπάθεια διαχέεται μέσω του λόγου των “ποιοτικών” πολιτικών αναλυτών, που σαν τηλε-αστέρες έχουν κατακτήσει βαρύνουσα θέση ως πηγές μηνυμάτων. Ο λόγος τους από δημόσιο γραφικός γίνεται εξουσιαστικός, κατευθυντικός και εμπρόθετα στοχοποιημένος, ενώ οι τηλεθεατές υποβιβάζονται σε παθητικούς αποδέκτες συγκρουσιακών πάνελ, που αντί να εδραιώνουν τις δημοκρατικές αξίες, εκμεταλλεύονται την ανομοιογένεια και την ετερότητα της σύνθεσης τους, για να πείσουν ως προς την πολυφωνία τους. Αντίθετες απόψεις ποδοπατούνται, γελοιοποιούνται, ελαχιστοποιούνται και το τελικό συμπέρασμα παραμένει αναφαίρετο δικαίωμα του δημοσιογράφου. Οι τακτικές αυτές έχουν επιβάλλει στο λαϊκό αισθητήριο το θεσμό των αυτό-κλητωνν θεματοφυλάκων της δημοκρατίας, των αυτό-αναγορςυθέντων διαμεσολαβητών και επιλογέων της είδησης, των άνωθεν επιβεβλημένων διαιτητών μεταξύ λαού και εξουσίας, που υποκαθιστούν τα συλλογικά και τα βαρέως τρωθέντα συνδικαλιστικά κινήματα. Οι δημοσιογράφοι αυτοί είναι φορείς προπαγάνδας, μεταφέρονται στις αρχές κάθε τηλεοπτικής σεζόν από κανάλι σε κανάλι, έχουν αυξημένη πρόσβαση σε έντυπα, ραδιοφωνικούς σταθμούς και διαδίκτυο, ενώ οι απόψεις τους χαρακτηρίζονται από αστάθεια, αιφνίδια μεταβολή, ακραίο λόγο, επιφανειακή πολιτική ανάλυση, αλλά παρόλα αυτά βαρύνουσα σημασία στο σχηματισμό εντυπώσεων και στην χειραγώγηση της κοινής γνώμης.
Η προπαγάνδα στηρίζεται στους ψυχολογικούς μηχανισμούς της αλλαγής των στάσεων, καθώς και στη θεωρία των σχημάτων του Piaget: Οι πληροφορίες, που διαχέει, γίνονται εύκολα αποδεκτές, όταν δεν συγκρούονται με αυτές, που είναι ήδη οργανωμένες σε σχήματα και επομένως είναι ευχερέστερο να αφομοιωθούν. Τελικός στόχος η αναπροσαρμογή των σχημάτων και η αναδιάταξη των πληροφοριών, που περιέχουν, δεδομένου ότι αποτελούν δυναμικές οργανωσιακές δομές. Το περιεχόμενό τους είναι λογικό αλλά και συναισθηματικό και η επεξεργασία γίνεται και στα δύο επίπεδα, αν και οι περισσότερες έρευνες καταλήγουν ότι τελικά επικρατεί η θυμική διάσταση. Οι πληροφορίες μιας προπαγανδιστικής απόπειρας μπορεί να απευθυνθούν με άμεσο τρόπο στο συναίσθημα ή στο ένστικτο της αυτοσυντήρησης: π.χ. ένα εκατομμύριο άνεργοι στη Ελλάδα και ενάμιση εκατομμύριο ο αριθμός των μεταναστών, χωρίς να υπαινίσσονται καμιά λογική συνάφεια μεταξύ των εννοιών, που προβάλλονται. Άλλοτε ενδύονται το μανδύα της κοινής λογικής και με ψευδοεπιστημονικό τρόπο επιχειρούν να τεκμηριώσουν τη θέση τους: Η μείωση του εξωτερικού χρέους και ο έλεγχος των δημοσίων δαπανών μακροπρόθεσμα θα επιφέρουν ανάπτυξη (άσχετα αν η οικονομική θεωρία αδυνατεί να αποδείξει κάτι τέτοιο). Στην ελληνική πραγματικότητα ισχυρά προπαγανδιστικά μηνύματα αποτελούν τα κομματικά συνθήματα, προτάσεις συμπυκνωμένου συναισθήματος και ισχυρού συγκινησιακού φορτίου, που αποτελούν την επιτομή της πολιτικής ιδεολογίας και ουσιαστικά δε λένε τίποτα: «Αλλαγή» το 1981, «Απαλλαγή» το ’89, «Υπάρχει καλύτερη Ελλάδα», αργότερα – επιφωνηματική λογική κενή περιεχομένου. Οι στάσεις θεωρητικά προηγούνται της συμπεριφοράς, αλλά κατά πάσα πιθανότητα εδραιώνονται μετά την πράξη, η οποία ανακυκλώνει και επιβεβαιώνει το προπαγανδιστικό περιεχόμενο, αναγάγοντάς το σε προσωπική πεποίθηση και φιλοσοφία. Η μαζική αλλαγή των στάσεων μπορεί να οδηγήσει τη δυναμική των ομάδων σε σύγκρουση, εάν οι ηγέτες διεκδικήσουν το ρόλο τους, σε συμφιλίωση, εφόσον επικρατήσει ο ένας από τους δυο ή σε πόλωση, εάν οι ιδεολογικώς αντιπαρατιθέμενοι είναι ισοβαρείς. Φυσικά, η πρώτη και η τρίτη περίπτωση απαιτούν τη σπατάλη κοινωνικών και οικονομικών πόρων, ενώ οι στόχοι της προπαγάνδας είναι η αναίμακτη επικράτηση. Στον αγώνα της μεγάλη σημασία έχουν τα σύμβολα, τα υποδείγματα και τα στερεότυπα. Αν επιδιώξει να εισαγάγει το καινοτόμο, το καινοφανές και το διαφορετικό, θα καταστεί αποτελεσματικότερη, επειδή η κοινωνική αδράνεια σταδιακά και νομοτελειακά υποχωρεί, για να γίνει η μετάβαση στην εποχή, που το νέο συνυπάρχει με το παλιό, ενώ στο τέλος το πρωτοποριακό μετατρέπεται σε status quo.
Η προπαγάνδα μπορεί να αναφέρεται σε ενδο-συστημικές αναμετρήσεις ή σε δι-ομαδικές σχέσεις. Ενδεχομένως να είναι βραχείες ή μακροπρόθεσμες, να έχουν συγκεκριμένους προσδιορισμούς ή να ευαγγελίζονται καθολικές κοινωνικές και θεσμικές αλλαγές, να επιτυγχάνουν μέσω της ευρείας διάδοσής τους, αλλά και διά του μυστηριώδους και λανθάνοντος. Ενίοτε ξεκινούν ως γραφικές, αλλά ενδιαφέρουσες για το κοινό απόψεις και καταλήγουν σε παγκόσμια κινήματα. Εδώ φαίνεται να ισχύουν όλες οι θεωρίες της μειονοτικής επιρροής. Τέλος, πολλές αντι-προπαγανδιστικές ενέργειες λαμβάνουν οι ίδιες το χαρακτήρα της προπαγάνδας.
Μέλημα της προπαγάνδας ο προσηλυτισμός, η εισαγωγή των ιδεών, μέσων, προσδοκιών της σε ένα υπάρχον πολιτιστικό σύστημα με αρχικό στόχο την οργάνωση κάποιων επιρρεπών στην αλλαγή (ή ψυχολογικώς ματαιωθέντων ή απογοητευμένων) μελών γύρω από τις θεωρίες της. Ο αρχικός αυτός πυρήνας επιδιώκει την προσέλκυση άλλων θιασωτών, την αποδυνάμωση ή γελοιοποίηση των αντίθετων φωνών και τη διασφάλιση της ουδετερότητας των αδιάφορων. Η αρχική της εμφάνιση στο προσκήνιο πρέπει να είναι επιμελώς σχεδιασμένη και να βασίζεται στη χρήση διακριτών και εύκολων στην κατανόηση συμβόλων. Οι κατηγορίες δέον να αφομοιώνονται με άνεση: Εχθροί και φίλοι αναδεικνύονται, οι τακτικές αντιγράφονται άκοπα, οι προθέσεις είναι ευκρινείς και φαινομενικά δεν προσβάλλουν την κυρίαρχη ιδεολογία, ενώ στηρίζουν τα αξιακά δεδομένα. Τα κίνητρα είναι πάντοτε αλτρουιστικά, πατριωτικά, φιλάνθρωπα ή εξυπηρετούν – τουλάχιστον στην περίπτωση της διαφήμισης – έναν αποδεκτό στόχο – το κέρδος. Τα μέλη της κοινότητας μπορούν να ταυτιστούν με τα σύμβολα, να αναγνωρίσουν τμήματα του πραγματικού ή ιδεατού εαυτού τους.
Βίντεο: ΕΔΩ
"anorimoi"
πηγή: http://osarena.net/
από sibilla-gr-sibilla